DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
probieren adj.
med. μηλίζω μήλισα; εξετάζω με μήλη εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; δειγματοληπτώ δειγματολήπτησα; παίρνω δείγμα πήρα; παρμένος; γεύομαι γεύτηκα; δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα
probieren
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2