DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
proben v
med. αναλύω ανέλυσα; δοκιμάζω δοκίμασα
Probe v
gen. πρόβα
comp., MS επιτήρηση
med. ανιχνευτής; ιχνηλάτης; παρασκεύασμα; ανάλυση; δοκιμή; δοκιμασία; έλεγχος; εξέταση; τεστ; πείραμα; δείγμα
pharma., environ. δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος
tech., met. δείγμα δοκιμής; δοκίμιο
Prober v
el. μικροσυγκολλητής ακροδεκτών
proben
: 160 phrases in 22 subjects
Agriculture1
Chemistry9
Commerce1
Communications2
Earth sciences3
Electronics1
Environment4
General4
Government, administration and public services1
Health care2
Industry4
Information technology2
Law2
Life sciences1
Materials science2
Medical68
Metallurgy36
Microsoft1
Research and development1
Statistics4
Technology8
Transport3