DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
oral adj.
med. στοματικός; στοματικά; δια του στόματος; από το στόμα
Orale adj.
med. φατνίδιο
Oral- adj.
med. στοματικός
oral
: 42 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Health care9
Medical28
Religion2
Technology2