DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
moulinieren v
industr., construct. διπλιάζω; στρίβω; γνέθω μετάξι; κλώθω μετάξι; στρίψιμο μεταξωτών ινών; υφαίνω μετάξι
moulinieren
: 2 phrases in 1 subject
Industry2