DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
mittlere Lebenserwartung
stat., social.sc. μέση διάρκεια ζωής; μέσος όρος προσδόκιμου επιβίωσης; προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής; προσδόκιμο επιβίωσης