DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Mater f f =, -n
commun. μήτρα; χαρτόνι στερεοτυπίας
matern v
commun. τυπώνω; βγάζω την μήτρα μιας σελίδας; αποτυπώνω; εντυπώνω; κάνω ανάγλυφο
matern
: 1 phrase in 1 subject
Communications1