DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
marmorieren v
chem. χρωματίζω τις κόψεις βιβλίου σαν μάρμαρο; χρωματίζω σαν μάρμαρο; φτιάχνω νερά
textile ζασπέ
Marmorieren v
construct. απομίμηση μαρμάρου
industr., construct. μαρμαροειδής απομίμηση
Marmorierer v
lab.law., chem. τεχνίτης που κατασκευάζει τα νερά στις κόψεις των βιβλίων
marmoriert adj.
agric. μαρμαροειδής
industr., construct., met. σημάδι από πλάκα
life.sc., agric. ποικιλόχρωμος
marmoriert
: 9 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Communications4
Fish farming pisciculture1
Industry2
Natural sciences1