DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | noun | to phrases
Maischen n n -s
food.ind. έκθλιψη; πάτημα
maischen v
agric. χυλοποιώ; πολτοποιώ
Maischen v
agric. ζυθεκχύλιση; έκθλιψη σταφυλών; πάτημα σταφυλών; σύνθλιψη; πάτημα
food.ind. σύνθλιψη; θραύση
Maische v
agric. μούστος
food.ind. γλεύκος
 German thesaurus
Maische f f =, -n
winemak. Gärungsmaische (grey_hedgehog)
maischen
: 9 phrases in 2 subjects
Agriculture4
Natural sciences5