DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | adjective | to phrases
Luft f =, Lüfte
gen. αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων
environ. αέρας του περιβάλλοντος
med. αέρας f
Luft- f
transp., avia. αερομεταφερόμενος m
lüften n
med. αερίζω αέρισα; οξυγονώνω οζυγόνωσα
Lüften n
agric. αερισμός m
mech.eng. εξαερισμός του στροβιλοκινητήρα; περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη
lüften v
mun.plan., mech.eng. αερίζω; εξαερίζω
Luft adj.
med. ατμόσφαιρα
Luft- adj.
med. αέριος; εναέριος
 German thesaurus
Luft f =, Lüfte
avia. VG Luftverkehrsgesetz; VO Luftverkehrs-Ordnung
lüften
: 290 phrases in 26 subjects
Agriculture14
Astronautics1
Chemistry35
Coal3
Communications4
Earth sciences18
Electronics2
Energy industry4
Environment27
General77
Health care3
Hobbies and pastimes1
Industry5
Labor law1
Law1
Life sciences6
Materials science9
Mechanic engineering20
Medical4
Metallurgy10
Municipal planning8
Physical sciences4
Politics1
Statistics1
Technology2
Transport29