DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Kerbe f f =, -n
fish.farm. αυλάκωση; γλυφή
forestr. κατευθυντική τομή; χαμηλή σφηνοειδής εντομή
mech.eng. βλητροδόχη
med. αύλακα (sulcus); αυλάκι (sulcus)
kerben v
industr., construct. χαράσσω
Kerbe v
industr., construct. εντομή
mech.eng. υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής
met. εγκοπή
transp., construct. γκοπή
kerben
: 8 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Industry1
Metallurgy5
Technology1