DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Gras n -es, Gräser
agric. νομή; χορτονομή
grasen v
med. βοσκώ βόσκησα
Gras v
gen. πράσινη φυτική μάζα; πράσινη χορτονομή
earth.sc., el. θόρυβος βάθους
environ. αγρωστώδη
med. γρασίδι; χόρτο; χλόη; βότανο; χορτάρι
Gräser v
earth.sc. αγρωστίδαι (Gramineae); αγρωστώδη (Gramineae)
grasen
: 24 phrases in 6 subjects
Agriculture5
Forestry4
Industry1
Medical5
Natural sciences8
Transport1