DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Glätten v
transp. εξομαλύνω
glätten v
cultur., commun. γυαλίζω; λουστράρω
glatt adj.
agric. απαλός; μεταξένιος
industr., construct., met. γκέτο μη διακοσμημένο
med. λείος; ομαλός; άτριχος
Glätten adj.
commun., forestr. στιλβούργηση
industr., construct., met. επεξεργασία της επιφάνειας οπτικού γυαλιού; λείανση; στίλβωση
stat. εξομάλυνση
tech., industr., construct. γλασάρισμα; σατινάρισμα; στίλβωση χάρτου
transp. ομαλοποιώ
glätten adj.
commun. γκλασάρω,σατινάρω,στιλβώνω χαρτί
commun., industr., construct. καθαρίζω τους κυλίνδρους
construct. λείανση
cultur., commun. στιλβώνω
met. λειαίνω
glatte adj.
agric. μη κοκκώδης υφή; ομοιογενής υφή
Glätter adj.
commun. στιλβωτής
stat. ομαλότερη
Glätte adj.
tech., industr., construct. απαλότητα; στιλπνότητα
glatt
: 111 phrases in 23 subjects
Agriculture9
Chemistry2
Construction5
Earth sciences3
Economy1
Electronics1
Finances1
Fish farming pisciculture3
General4
Hobbies and pastimes1
Industry21
Information technology1
Insurance1
Life sciences3
Materials science1
Mechanic engineering7
Medical16
Metallurgy7
Natural resourses and wildlife conservation3
Natural sciences2
Technology6
Textile industry1
Transport12