DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
gieren v
commun., transp. να πλαγιολισθήσει; να στρίψει
transp. παρεκλίνω της πορείας; λοξοδρομώ
transp., nautic. στροφική οριζόντια κίνηση; κάνω παρατιμονιάκν.; παροιακίζω
Gieren v
gen. στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου
Gier v
med. απληστία; πλεονεξία
Gieren v
transp., nautic., fish.farm. στροφική οριζόντια ταλάντωση