DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
gestalten v
met. σχηματίζω; μορφώνω; μορφοποιώ
Gestalt v
math. διαμόρφωση; δειγματοληψία πλέγματος
med. σχήμα; μορφή; φιγούρα; ανάστημα; φόρμα
stat., scient. σχηματισμός
Gestalter v
ed., industr. σχεδιαστής
gestalten
: 14 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Construction1
Earth sciences1
Education1
Labor law1
Law4
Mathematics1
Medical1
Metallurgy1