DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
gelieren n
med. ζελατινοποιούμαι ζελατινοποιήθηκα; πήζω έπηζα
gelieren v
industr., construct. πήξη κολλοειδούς
Gelieren v
chem. πήξιμο
food.ind. πηκτωμάτωση