DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
gelenkig adj.
med. αρθρωτός; ευκίνητος; ευλύγιστος; σβέλτος; γονατώδης
Gelenk adj.
med. σημείο συνένωσης; κόμβος; συναρμογή; άρθρο; αρμός; κλείδωση (articulatio)
Gelenk- adj.
med. αρθρικός
gelenkig
: 15 phrases in 5 subjects
Agriculture2
Construction1
Medical9
Metallurgy1
Transport2