DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
fließen n
med. ρέω έρρευσα; τρέχω έτρεςα
Fließ n
life.sc. έδαφος πτωχόν εις οργανικήν ύλην
life.sc., agric. έδαφος με επιδερμίδα; έδαφος με κρούστα
fließen
: 1 phrase in 1 subject
General1