DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | to phrases
filtern n
med. διηθώ διήθησα; φιλτράρω φιλτράρισα
filtern v
transp. φιλτραρισμένο σήμα
Filtertest v
med. δοκιμασία διαλογής
Filtern v
el. φιλτράρισμα
filtern
: 8 phrases in 4 subjects
Chemistry4
Environment1
Information technology1
Microsoft2