DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
fett adj.
chem. παχύς
med. λιπαρός; παχύσαρκος; υπερβολικά παχύς; λιπώδης; στεατώδης
Fett adj.
agric. λιπαρές ουσίες του γάλακτος
food.ind. λιπαρή ουσία
mech.eng. γράσσο; λιπαντικό γράσσο; στερεό λιπαντικό
med. λίπος; πάχος
med., chem. λιπίδιο
social.sc. νάρκα
Fett- adj.
med. λιπαρός; λιπώδης; στεατώδης
fettig adj.
agric. λασπώδες υπόστρωμα; ρυπαρό υπόστρωμα
fett
: 88 phrases in 21 subjects
Agriculture35
Animal husbandry2
Chemistry12
Communications6
Earth sciences2
Economy4
Environment3
Finances1
Food industry1
General1
Health care1
Industry1
Life sciences1
Materials science2
Mechanic engineering2
Medical5
Metallurgy1
Microsoft3
Politics1
Technology3
Transport1