DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Falte f f =, -n
med. αναδίπλωση (plica); πτυχή (plica)
Falte v
commun. ελάττωμα εντύπου από δίπλωμα του χαρτιού στο πιεστήριο; πτυχή ή λακούβα τυπογραφικού χάρτη που πιεζόμενο ασχημίζει την τύπωση ή αφήνει λεύκωμα
industr., construct. τσαλακάδα; σπάσιμο
industr., construct., chem. Eξόγκωμα; ραφή,μαγκώματα καλουπιού
med. ρυτίδα
met. σούφρα
transp. πτυχή
falten adj.
industr., construct. διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω
Falten adj.
earth.sc., met. κάμψη
industr., construct. διπλώνω; κάνω πιέττες
math. δίπλωμα
med. αναδίπλωση; αναδίπλωση πρωτεϊνών
falten
: 41 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Industry2
Information technology1
Materials science1
Medical31
Metallurgy2
Natural resourses and wildlife conservation1
Transport1