DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
erstarren n
med. στερεοποιούμαι στερεοποιήθηκα
Erstarren v
construct. πήξη σκυροδέματος
earth.sc., mech.eng. πήξη; στερεοποίηση
erstarren
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Metallurgy1