DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Erreger v
commun. κεραία διέγερσης; κεραία κατόπτρου; κεραία τροφοδότησης; τροφοδοτική κεραία
earth.sc., el. κύρια τροφοδοσία κεραίας
health. μολυσματικός παράγων
med. παθογόνα αίτια; παθογόνες ουσίες ή μικρόβια
erregend adj.
med. ερεθιστικός; διεγερτικός
erregend
: 14 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Electronics3
Health care4
Medical6