DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Erreger v
commun. κεραία διέγερσης; κεραία κατόπτρου; κεραία τροφοδότησης; τροφοδοτική κεραία
earth.sc., el. κύρια τροφοδοσία κεραίας
health. μολυσματικός παράγων
med. παθογόνα αίτια; παθογόνες ουσίες ή μικρόβια
erregen adj.
earth.sc. ενεργοποιώ
earth.sc., el. διεγείρω; ρευματοδοτώ
erregen
: 8 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Electronics4
Health care2
Medical1