DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
entwässern n
immigr., tech. αποστραγγίζω
med. αποξηραίνω αποξήρανα; αφυδατώνω αφυδάτωσα
Entwässern n
environ. αποστράγγιση; αποξήρανση; αποστράγγιση/αποξήρανση
industr., construct. στράγγισμα
entwässern
: 3 phrases in 1 subject
Technology3