DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
entseuchen n
med. απολυμαίνω απολύμανα; απολυμασμένος
entseuchen v
chem. ραδιενεργός απορρύπανση
health. αποστείρωση; απολύμανση
entseuchen
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1