DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
adjective | verb | to phrases
einstellen adj.
gen. εγκατάλειψη
law, econ. προσλαμβάνω
mech.eng. ρυθμίζω; τοποθετώ; πλησιάζω
tech. προσαρμόζω
transp. καταχωρώ στο μητρώο κυκλοφορίας
Einstellen adj.
el. ρύθμιση
fish.farm. ανάρτηση δικτύουκαθ.; κρέμασμα διχτυού
industr., construct., met. επιθυμητή ρύθμιση
mech.eng. επιλογή
transp. ευθυγράμμιση αεροσκάφους; ρύθμιση μηχανικών συστημάτων ελέγχου
 German thesaurus
einstellen v
inet. hochladen (Andrey Truhachev); uppen (Andrey Truhachev)
einstellen
: 38 phrases in 14 subjects
Chemistry3
Communications1
Economy1
Electronics1
Fish farming pisciculture1
General1
Information technology1
Insurance1
Law3
Mechanic engineering11
Metallurgy1
Scientific1
Technology1
Transport11