DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Einstampfen n
coal. γέμισμα; στούμπωμα
einstampfen v
commun. πουλώ βιβλίο ως απλό χάρτη με το κιλό
Einstampfen v
coal. συμπίεση
einstampfen
: 1 phrase in 1 subject
Industry1