DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Einsetzer v
lab.law. φορτωτής
transp. εφεδρικό όχημα
einsetzen adj.
IT εμφυτεύω
med. εισάγω εισήγαγα; ενθέτω ενέθεσα; εντεθειμένος; παρεμβάλλω παρενέβαλα; παρεμβεβλημένος
Einsetzen adj.
industr., construct., chem. Φόρτωση γαλαρίας
met., el. τροφοδότηση
einsetzen
: 20 phrases in 12 subjects
Agriculture3
Economy2
Electronics2
Environment1
Finances2
General1
Industry2
Law2
Life sciences1
Metallurgy1
Technology2
Transport1