DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
einschneiden v
commun. κάνω εγκοπή με πριόνι; πριονίζω τη ράχη βιβλίου
forestr. εγκάρσια κοπή; εγκάρσια τομή
med. κόβω έκοψα; χαράζω χάραξα
Einschneiden v
agric., industr., construct. εγκοπή
industr., construct., chem. Xάραξη
life.sc. εμπροσθοτομία
met. τοπική διάτμηση
transp., construct. αρμοκόπτης; ειδικό πριόνι
Einschneider v
industr., construct., chem. Kόφτης γυαλιού; ψαλίδι
einschneiden
: 10 phrases in 5 subjects
Agriculture2
Communications1
Forestry1
Life sciences2
Transport4