DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
einmaischen n
agric. χυλοποιώ; πολτοποιώ
Einmaischen n
agric. έκθλιψη σταφυλών; πάτημα σταφυλών; σύνθλιψη; πάτημα
agric., food.ind. διαβροχή
food.ind. πάτημα; σύνθλιψη; πολτοποίηση; έκθλιψη; θραύση; διάβρεξη