DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
einlaufen v
industr., construct. συστέλλω στον αργαλειό
Einlauf v
construct. υδροληψία; φρεάτιο απορροής
industr., construct., met. ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου
mech.eng. εισαγωγή
med. υποκλυσμός; κλύσμα
tech., mech.eng. είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας; στόμιο εισαγωγής της αντλίας
transp., construct. στόμιο εισόδου
Einlaufen v
earth.sc., mech.eng. χρόνος εκκίνησης; ανεπιθύμητη επαφή
transp. διαδρομή ρονταρίσματος
einlaufen
: 14 phrases in 5 subjects
Earth sciences3
Mechanic engineering2
Medical1
Technology1
Transport7