DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
einlassen v
gen. εισαγωγή
econ., mech.eng. να επιτραπεί η εισαγωγή; να εισαχθεί
transp. να πακτωθεί
Einlass v
mech.eng. εισαγωγή
med. είσοδος; στόμιο; άνοιγμα
einlassen
: 21 phrases in 5 subjects
Construction5
Earth sciences1
Law2
Mechanic engineering11
Transport2