DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
eingewachsen adj.
med. εγγενής; έμφυτος; σύμφυτος; φυσικός; ενσαρκωμένος; ριζωμένος
eingewachsen
: 9 phrases in 3 subjects
Forestry1
Medical6
Natural sciences2