DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
einfallen v
econ., mech.eng. αναστέλλω; δεσμεύω; εμποδίζω; κρατώ; σταματώ
Einfallen v
chem. θάμπωμα
life.sc., coal. κλίση επίπεδων γεωλογικών μορφών; Γωνία κλίσεως; κοίτασμα
Einfall v
earth.sc. πρόσπτωση
einfallen
: 10 phrases in 6 subjects
Communications1
Earth sciences3
Electronics1
Energy industry2
Health care1
Natural sciences2