DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
einfügen n
med. εισάγω εισήγαγα; ενθέτω ενέθεσα; εντεθειμένος; παρεμβάλλω παρενέβαλα; παρεμβεβλημένος
einfügen adj.
comp., MS επικόλληση
forestr. παρεμβάλλω
Einfügen adj.
transp., el. πάκτωση
einfügen
: 6 phrases in 4 subjects
Communications2
Information technology2
Medical1
Microsoft1