DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
einen Schaden ersetzen
gen. επανορθώνω ζημία
EU. αποκαθιστώ ζημία
law αποζημιώνω; αποκαθιστώ μία ζημιά; αποκαθιστώ τη ζημιά