DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
durchlöchern v
med. διατρυπώ διατρύπησα; τρυπώ τρύπησα
durchlöchert adj.
med. διάτρητος; τρυπητός; φατνιωτός; βοθριόμορφος; βοθριωτός; κοιλωματικός; πορώδης
durchlöchert
: 1 phrase in 1 subject
Industry1