DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Druck m m -(e)s, Drücke
environ. Πίεση
drucken v
commun. τυπώνω; τυπώνω συγράμματα
Druck v
commun. εγχάραγμα; εκτύπωση; εντύπωμα; τύπωμα; τράβηγμα
earth.sc. συμπίεση
environ. διαφορά δυναμικού; σύνθλιψη; τάση; φόρτος; πίεση/σύνθλιψη/τάση/διαφορά δυναμικού/φόρτος
IT, dat.proc. κρουστική εκτύπωση
law άσκηση πίεσης; αναγκασμός; εξαναγκασμός; παράνομος βία
med. πίεση
phys.sc. δύναμη συμπίεσης
Drücken v
chem. διαμόρφωση στην πρέσα; εκτύπωση
met. ισόπαχος περιώθηση
Drucker v
econ. εκτυπωτής
drucken adj.
commun. αποτυπώνω; εκτυπώνω; εντυπώνω
drucken
: 299 phrases in 29 subjects
Agriculture4
Chemistry14
Coal1
Communications23
Cultural studies2
Earth sciences34
Economy1
Electronics5
Energy industry3
Environment5
Finances1
Fish farming pisciculture1
General13
Health care1
Industry11
Information technology40
Labor law1
Life sciences14
Materials science11
Mechanic engineering9
Medical47
Metallurgy7
Microsoft13
Municipal planning4
Natural sciences8
Oil / petroleum1
Politics1
Technology12
Transport12