DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Dreh- v
med. περιστροφικός; περιστρεφόμενος
Dreher v
lab.law. τορναδόρος
drehen adj.
gen. περιστρέφομαι; στρέφω; τορνεύω
industr., construct. συστρίβω
IT περιστρέφω
transp. γυρίζω
Drehen adj.
comp., MS περιστροφή
industr., construct. τόρνευση; στρέψη
med. κυβίστημα; τούμπα ανθρώπινου σώματος
transp. spin; περιστροφή γύρω από ίδιο άξονα
drehen
: 32 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Electronics1
General2
Industry4
Information technology1
Mechanic engineering3
Metallurgy5
Microsoft3
Statistics2
Transport10