DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
doppelwand f
mech.eng., el. κάλυμμα; διπλό τοίχωμα; επένδυση
Doppelwand f
health. διπλοί τοίχοι
mater.sc., construct. διπλός τοίχος με ενδιάμεσο στρώμα αέρος
doppelwand
: 1 phrase in 1 subject
Construction1