DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
brechen adj.
cultur., met. αλέθω
med. διαθλώ διέθλασα; εμώ έμεσα; εξεμώ εςέμεσα; ξερνώ ξέρασα; κάνω εμετό έκανα; καμωμένος
met. θραύω; σπάω
textile κοπανίζω
Brechen adj.
agric. κεντρίζω
industr., construct. άνοιγμα; βατοποίηση; ο διαχωρισμός με μηχανή,των ινών του λιναριού η κανναβιού από το ξυλώδες
life.sc., coal. ρωγμάτωση
met. άλεσμα άμμου
pharma., food.ind., chem. θραύση; σύνθλιψη
Brech- adj.
med. διαθλαστικός
brechen
: 36 phrases in 13 subjects
Agriculture2
Construction2
Earth sciences1
Electronics1
Industry3
Life sciences2
Mechanic engineering8
Metallurgy5
Mineral products3
Natural sciences1
Pharmacy and pharmacology1
Textile industry1
Transport6