DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
bleichen adj.
industr., construct., chem. λευκαίνω
med. κιτρινίζω κιτρίνισα; ξεθωριάζω ξεθώριασα; χλωμιάζω χλώμιασα; ωχριώ; λευκάνω λεύκανα
Bleichen adj.
chem., textile χλωρίνη
industr. αποχρωματισμός
industr., construct. λευκαίνω
med. λεύκανση
bleich adj.
med. χλωμός; ωχρός; αχνός
Bleicher adj.
lab.law. λευκαντής
bleichen
: 8 phrases in 4 subjects
Environment2
Industry2
Natural resourses and wildlife conservation1
Technology3