DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Binde n
med. επίδεση; επίδεσμος; περίδεση με επίδεσμο; επίδεσμος σαν σφεντόνα
binden v
comp., MS συνδέω
Band v
commun. τόμος
el. ζώνη ενέργειας
industr., construct. κάλυψη; φυτίλι
industr., construct., met. αλυσιδωτός τάπητας γαλαρίας; δακτυλίδι πρεσσαριστού καλουπιού
IT, tech. μαγνητική ταινία
mech.eng. μεντεσές
med. ταινία; ζώνη; λωρίδα αλεξίπτωτου; σύνδεσμος; δακτύλιος; ορθοδοντικός χαλινός
met. συνεχής ταινία; έλασμα μικρού πλάτους; στενή λωρίδα
transp. βλήτρο
Binde v
med. ταινία
band v
textile ταινία
binden adj.
agric. δεματίζω
commun., met., mech.eng. βιβλιοδετώ
law δεσμεύω
Binden adj.
comp., MS διαδικασία σύνδεσης
industr. δέσιμο
binden
: 156 phrases in 26 subjects
Agriculture9
Chemistry1
Communications32
Construction1
Earth sciences5
Economy1
Electronics20
Environment1
Finances1
General2
Health care4
Hobbies and pastimes1
Industry20
Information technology7
Labor law1
Law2
Marketing1
Materials science1
Mechanic engineering3
Medical29
Metallurgy4
Microsoft3
Municipal planning2
Natural sciences2
Physical sciences1
Transport2