DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Betäuben v
anim.husb., food.ind. αναισθητοποίηση
betäubend adj.
health. αναισθητικό
med. ναρκωτικός; αναισθητικός; υπνωτικός
pharma. αναισθητικό φάρμακο; φάρμακο αναισθησίας
betäubend
: 5 phrases in 2 subjects
Environment2
Health care3