DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
betäuben n
med. αναισθητοποιώ αναισθητοποίησα; μουδιάζω μούδιασα
Betäuben v
anim.husb., food.ind. αναισθητοποίηση
betäuben
: 5 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Health care4