DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Besteller v
fin., insur., agric. εντολοδότης
law, lab.law. εργοδότης
bestellen adj.
agric. αροτριώ; καλλιεργώ; οργώνω
Bestellen adj.
agric. τοποθέτηση σπόρων στο έδαφος
bestellen
: 3 phrases in 2 subjects
Communications2
Law1