DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
befestigen v
transp., environ., chem. στοιβάζω φορτίο σε φορτηγό βαγόνι; στοιβάζω φορτίο σε φορτηγό πλοίο
befestigen Weg v
forestr. ενισχύω; δυναμώνω
befestigen
: 8 phrases in 5 subjects
Industry1
Leather2
Mechanic engineering3
Metallurgy1
Municipal planning1