DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
bedrucken v
chem. διακοσμώ με εκτύπωση; διακοσμώ με στάμπα; εκτυπώνω
commun. τυπώνω; αποτυπώνω; εντυπώνω
Bedrucken v
industr., construct., met. εκτύπωση