DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
ausschlagen v
environ., forestr. Αναβλαστάνω από τη ρίζα
nat.sc., life.sc., agric. βλαστάνω; φυτρώνω
Ausschlag v
coal. απόκλιση εκκρεμούς
earth.sc. εκτροπή
mech.eng. διαδρομή
med. εξάνθημα; έκθυση δέρματος
social.sc., transp., mech.eng. γωνιακή διαδρομή; γωνιακή μετατόπιση
Ausschlagen v
met. σφυρηλάτηση
nat.sc. βλάστημα
ausschlagen
: 11 phrases in 4 subjects
Chemistry2
Communications1
Mechanic engineering2
Transport6