DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
ausnehmen v
agric. αφαιρώ τα εντόσθια; αφαιρώ έντερα; εξεντερίζω; συλλέγω το μέλι; τρυγώ την κυψέλη
Ausnehmer v
industr., construct., met. συλλέκτηςεργαλείο; απολήπτης; εξαγωγέας
Ausnehmen v
fish.farm., food.ind. απεντέρωση
ausnehmen
: 10 phrases in 5 subjects
Agriculture5
Fish farming pisciculture1
Health care1
Industry2
Law1